ροδοφύκος

ροδοφύκος
το, Ν
συν. στον πληθ. τα ροδοφύκη
βοτ. κλάση φυκών, η μόνη τής υποδιαίρεσης ροδόφυτα, τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από τον ιδιαίτερο χρωματισμό τους, που είναι ερυθρός έως ιώδης και σπανιότερα σκοτεινέρυθρος ή καστανέρυθρος και ο οποίος οφείλεται στη χολοπρωτεΐνη φυκοερυθρίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodophyceae (< ῥόδον + φῦκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νιτόφυλλο — το ροδοφύκος τής οικογένειας delesseriaceae, με 50 περίπου θαλάσσια είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nitophylum < λατ. nito «λάμπω» + φύλλο] …   Dictionary of Greek

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”